- καταψύχω
- (AM καταψύχω)ψύχω κάτι πολύ, παγώνω κάτι με έντονη ψύξη («ὕδωρ καταψύχει τὴν ξηρὰν ἀναθυμίασιν», Αριστοτ.)νεοελλ.(η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) κατεψυγμένος, -η, -οα) αυτός που έχει διατηρηθεί επί μακρό χρόνο σε καλή κατάσταση με τη μέθοδο τής κατάψυξης («κατεψυγμένα προϊόντα»)β) φρ. «κατεψυγμένες ζώνες» — οι ζώνες τής γης που περιλαμβάνουν τις χώρες οι οποίες βρίσκονται και από τις δύο πλευρές τών πολικών κύκλωνμσν.(η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) κατεψυγμένος, -η, -ονα) φθαρτόςβ) μαραμένοςαρχ.1. καταστέλλω, περιορίζω («οὐ κατέψυξαν τὴν ὁρμήν», Ιώσ.)2. δροσίζω («καταψύχει πνοή», Αισχύλ.)3. ξεραίνω το έδαφος μετά την άρδευση4. παθ. (για γη ή χώρα) καταψύχομαιείμαι κατάξερος ή καμένος («χώρας κατεψυγμένης ἄφνω διάπυρος ὁ ἀὴρ γένηται», Διόδ.)5. (αμτβ.) δροσίζομαι.
Dictionary of Greek. 2013.