καταψύχω

καταψύχω
(AM καταψύχω)
ψύχω κάτι πολύ, παγώνω κάτι με έντονη ψύξη («ὕδωρ καταψύχει τὴν ξηρὰν ἀναθυμίασιν», Αριστοτ.)
νεοελλ.
(η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) κατεψυγμένος, -η, -ο
α) αυτός που έχει διατηρηθεί επί μακρό χρόνο σε καλή κατάσταση με τη μέθοδο τής κατάψυξης («κατεψυγμένα προϊόντα»)
β) φρ. «κατεψυγμένες ζώνες» — οι ζώνες τής γης που περιλαμβάνουν τις χώρες οι οποίες βρίσκονται και από τις δύο πλευρές τών πολικών κύκλων
μσν.
(η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) κατεψυγμένος, -η, -ον
α) φθαρτός
β) μαραμένος
αρχ.
1. καταστέλλω, περιορίζω («οὐ κατέψυξαν τὴν ὁρμήν», Ιώσ.)
2. δροσίζω («καταψύχει πνοή», Αισχύλ.)
3. ξεραίνω το έδαφος μετά την άρδευση
4. παθ. (για γη ή χώρα) καταψύχομαι
είμαι κατάξερος ή καμένος («χώρας κατεψυγμένης ἄφνω διάπυρος ὁ ἀὴρ γένηται», Διόδ.)
5. (αμτβ.) δροσίζομαι.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • καταψύχω — καταψύχω, κατέψυξα (σπάν. κατάψυξα) βλ. πίν. 31 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • καταψύχω — κατάψυχος opacus masc/fem/neut nom/voc/acc dual κατάψυχος opacus masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) καταψύ̱χω , καταψύχω cool pres subj act 1st sg καταψύ̱χω , καταψύχω cool pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταψύχω — υξα, ύχτηκα, καταψυγμένος, η, ο και κατεψυγμένος, η, ο, παγώνω κάτι σε μεγάλο βαθμό: Αγόρασε κατεψυγμένα ψάρια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • καταψυχέντα — καταψύχω cool aor part pass neut nom/voc/acc pl καταψύχω cool aor part pass masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταψῦχον — καταψύχω cool pres part act masc voc sg καταψύχω cool pres part act neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατέψυχεν — καταψύχω cool aor ind pass 3rd pl (epic) κατέψῡχεν , καταψύχω cool imperf ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταγυψώ — καταψυχῶ, όω (Α) επαλείφω με γύψο («καταγυψοῡν κεράμια», Γαλ.) …   Dictionary of Greek

  • καταψυγεῖσαν — καταψύχω cool aor part pass fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταψυγείσης — καταψύχω cool aor part pass fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταψυγῆναι — καταψύχω cool aor inf pass …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”